πυρηφορος

πυρηφορος
    πυρηφόρος
    πῡρηφόρος
    2
    Hom., HH. = πυροφόρος См. πυροφορος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πυρηφορος" в других словарях:

  • πυρηφόρος — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. πυροφόρος (II) …   Dictionary of Greek

  • πυρηφόρον — πῡρηφόρον , πυρηφόρος wheatbearing masc/fem acc sg πῡρηφόρον , πυρηφόρος wheatbearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροφόρος — (pyrophorus). Γένος κολεόπτερων των θερμών περιοχών της Αμερικής. Οι π. είναι μεγάλα έντομα, καστανά ή κοκκινωπά, που μπορούν να εκπέμπουν δυνατή φωσφορίζουσα λάμψη. Στη Νότια Αμερική είναι γνωστά ως κουκούγιος. Οι γυναίκες ορισμένων φυλών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»